ἐπίλυσις

ἐπίλυσις
ἐπίλυσις
release from
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπιλύσει — ἐπίλυσις release from fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιλύσεϊ , ἐπίλυσις release from fem dat sg (epic) ἐπίλυσις release from fem dat sg (attic ionic) ἐπιλύ̱σει , ἐπιλύω loose aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιλύ̱σει , ἐπιλύω loose fut ind mid 2nd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλύσεις — ἐπίλυσις release from fem nom/voc pl (attic epic) ἐπίλυσις release from fem nom/acc pl (attic) ἐπιλύ̱σεις , ἐπιλύω loose aor subj act 2nd sg (epic) ἐπιλύ̱σεις , ἐπιλύω loose fut ind act 2nd sg ἐπιλύζω have the hiccough besides aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλύσεσι — ἐπίλυσις release from fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλύσεσιν — ἐπίλυσις release from fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίλυσιν — ἐπίλυσις release from fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Léonce de Byzance — Léonce de Byzance, en grec Λεόντιος Βυζάντιος, en latin Leontius Byzantinus, est un théologien byzantin du VIe siècle. Sommaire 1 Biographie 2 Œuvre 3 Pensée 4 Textes …   Wikipédia en Français

  • επίλυση — η (AM ἐπίλυσις) [επιλύω] 1. η εύρεση τής λύσης που πρέπει («η επίλυση τών προβλημάτων») 2. εξήγηση, διασάφηση αρχ. μσν. απαλλαγή από κάτι («Ποσειδᾱν, ἐπίλυσιν φόβων, ἐπίλυσιν δίδου», Αισχ.) μσν. είδος αυτοκρατορικού εγγράφου αρχ. 1. απαλλαγή από… …   Dictionary of Greek

  • Λεόντιος ο Βυζάντιος — (Κωνσταντινούπολη 480; – 540; μ.Χ.). Θεολόγος. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή του, εκτός από τη δική του μαρτυρία ότι κατά τη νεότητά του δέχτηκε ευμενώς το κήρυγμα των νεστοριανών, αλλά απομακρύνθηκε γρήγορα από αυτούς και κατέφυγε στη Μονή …   Dictionary of Greek

  • ἐπιλύσεων — ἐπιλύσεω̆ν , ἐπίλυσις release from fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλύσεως — ἐπιλύσεω̆ς , ἐπίλυσις release from fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”